beguiling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
beguiling < beguile
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
beguiling (en)
- γοητευτικός, μαγευτικός, σαγηνευτικός
- his beguiling personality made me fall in love with him - η σαγηνευτική του προσωπικότητα με έκανε να τον ερωτευτώ
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
beguiling (en)