being at once

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

being at once (en)

  • συνάμα, ταυτόχρονα, συγχρόνως, μαζί, είναι την ίδια στιγμή