Μετάβαση στο περιεχόμενο

bela

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Béla

Εσπεράντο (eo)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bela < bel(o) + -a

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική belabelaj
αιτιατική belanbelajn

bela (eo)



Πολωνικά (pl)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bela (pl)

  1. μπάλα, δεμάτι
  2. μεγεθυντικό για το belka

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Τουρκικά (tr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bela < (άμεσο δάνειο) αραβική بَلَاء‎ (balāʾ) [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μπελάς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /beˈla/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bela (tr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. bela - Nişanyan Sözlük. Çağdaş Türkçenin Etimolojisi [Λεξικό (του) Νισανιάν. Ετυμολογία της σύγχρονης τουρκικής] μονόγλωσσο τουρκικό λεξικό του Σεβάν Νισανιάν, online από το 2002