belittle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | belittle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | belittles |
αόριστος | belittled |
παθητική μετοχή | belittled |
ενεργητική μετοχή | belittling |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]belittle (en)
- μειώνω, κάνω κάποιον, ή τα πράγματα που κάνει κάποιος, να φαίνονται ασήμαντα