belonging

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

belonging (en)

  1. η θέση μου, το μέρος όπου ανήκω
    to have a sense of belonging - έχω την αίσθηση ότι ανήκω κάπου

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

belonging (en)