belvédère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /bɛl.veˈdɛʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
belvédère (fr) αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) πυργίσκος ή άλλο υψηλό οίκημα που προσφέρει μια καλή και πανοραμική θέα τής γύρω περιοχής
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
belvédère (fr) αρσενικό