Μετάβαση στο περιεχόμενο

beneficiary

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
beneficiary beneficiaries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

beneficiary (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • beneficiary στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια