benefit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

benefit (en)

  1. το όφελος, η ωφέλεια

κατάλληλες προθέσεις[επεξεργασία]

  • συγκριτικά συχνότερο: benefits of [sth] (τα οφέλη του τάδε)
  • συγκριτικά σπανιότερο: benefits to [sth] (τα οφέλη του τάδε)

Ρήμα[επεξεργασία]

benefit (en)

  1. ωφελώ