benefit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
benefit (en)
κατάλληλες προθέσεις[επεξεργασία]
- συγκριτικά συχνότερο: benefits of [sth] (τα οφέλη του τάδε)
- συγκριτικά σπανιότερο: benefits to [sth] (τα οφέλη του τάδε)
Ρήμα[επεξεργασία]
benefit (en)