benefit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
benefit | benefits |
benefit (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το όφελος, η ωφέλεια, ένα πλεονέκτημα που κάτι μου δίνει
- ↪ the benefits of our joining the EEC - τα οφέλη της ένταξής μας στην ΕΟΚ
- ↪ for the benefit of those who don’t know English - προς όφελος εκείνων που δεν ξέρουν αγγλικά
- ↪ The book was not of much benefit to me.
- Δεν είχα μεγάλη ωφέλεια από αυτό το βιβλίο.
- ↪ the material/the fringe benefits of a position - τα υλικά/τα παρεπόμενα πλεονεκτήματα μιας θέσης
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη advantage
- (μετρήσιμο) μια ευεργετική εκδήλωση όπως μια παράσταση, ένα δείπνο κ.λπ., που διοργανώνεται με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για ένα συγκεκριμένο άτομο ή φιλανθρωπικό σκοπό
- ↪ a benefit performance/concert - ευεργετική παράσταση/συναυλία
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | benefit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | benefits |
αόριστος | benefited, benefitted |
παθητική μετοχή | benefited, benefitted |
ενεργητική μετοχή | benefiting, benefitting |
benefit (en)
- (μεταβατικό) ωφελώ, είμαι χρήσιμος σε κάποιον ή βελτιώνω τη ζωή του με κάποιο τρόπο
- ↪ The sea breeze will benefit you.
- Ο θαλασσινός αέρας θα σε ωφελήσει.
- ↪ The sea breeze will benefit you.
- (αμετάβατο) ωφελώ, είμαι σε καλύτερη θέση λόγω κάτι
- ↪ You will benefit from a vacation.
- Θα σε ωφελήσουν οι διακοπές.
- ↪ If you can benefit from your mistakes…
- Αν μπορείς να ωφεληθείς από τα λάθη σου…
- ↪ I didn’t benefit at all from my studies.
- Δεν ωφελήθηκα καθόλου από τις σπουδές μου.
- ↪ You will benefit from a vacation.
Πηγές[επεξεργασία]
- benefit (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- benefit (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 342, 638, 711, 994. ISBN 9780194325684., λήμμα: ευεργετικός, όφελος, πλεονέκτημα, ωφέλεια, ωφελώ