benefit of the doubt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
benefit of the doubt (en)
- το ελαφρυντικό της αμφιβολίας, (απαλλαγή) λόγω αμφιβολιών, το τεκμήριο αθωότητας (και presumption of innocence το τεκμήριο)