bequeath
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]/bɪˈkwiːð/
Ετυμολογία en
[επεξεργασία]bequeath < αγγλοσαξονικά/παλαιοαγγλικά: becwethan < be- «σχετικά με, περί, για, όσο αφορά» (εκφράζει μεταβατικότητα) + cwethan «λέω» (βλέπε: quoth)
Ρήμα
[επεξεργασία]bequeath (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- leave in will
- hand down, hand (sth) down, βλέπε: handed down
- pass down, βλέπε: be passed down