bereave

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

bereave

  • πενθώ τον θάνατο-χαμό προσφιλούς-οικείου προσώπου
είμαι συντετριμμένος απ' την απώλεια προσφιλούς-οικείου προσώπου