beschäftigen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
beschäftigen (de)
- απασχολώ
- sich beschäftigen - ασχολούμαι, καταγίνομαι