besmirch
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | besmirch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | besmirches |
αόριστος | besmirched |
παθητική μετοχή | besmirched |
ενεργητική μετοχή | besmirching |
ενεστώτας | besmirch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | besmirches |
αόριστος | besmirched |
παθητική μετοχή | besmirched |
ενεργητική μετοχή | besmirching |