besmirch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | besmirch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | besmirches |
αόριστος | besmirched |
παθητική μετοχή | besmirched |
ενεργητική μετοχή | besmirching |
Ρήμα
[επεξεργασία]- κηλιδώνω, βλάπτω τη γνώμη που έχουν οι άλλοι για κάποιον ή κάτι