besogne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
besogne besognes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

besogne (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η ανάγκη, η χρεία
  2. η σεξουαλική επαφή
  3. η εργασία, η δουλειά (η πράξη καθώς και το αποτέλεσμά της)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]