best practice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
best practice | best practices |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌbest ˈpræk.tɪs/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
best practice (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- best practice - Cambridge Dictionary online