bestreichen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bestreichen < be- + streichen

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

bestreichen (de)

Zum Frühstück bestreiche ich das Brötchen mit Butter und Marmelade. – Για πρωινό αλείφω το ψωμάκι με βούτυρο και με μαρμελάδα.
Der Maler bestrich die Wand des Kinderzimmers mit Deckfarbe. – Ο μπογιατζής άλειψε τον τοίχο του παιδικού δωματίου με αδιαφανές χρώμα.

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  streichen