betono
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | betono | betonoj |
αιτιατική | betonon | betonojn |
betono (eo)
- το μπετόν
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | betono | betonoj |
αιτιατική | betonon | betonojn |
betono (eo)