betrügen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

betrügen (de) jdn. (παρατατικός: betrog, μετοχή παρακειμένου: betrogen)

  1. εξαπατώ
    er betrügt seine Kunden mit gefälschten Angeboten - εξαπατεί τους πελάτες του με ψευδείς προσφορές
  2. μοιχεύω
    sie betrog ihn mit Karl - τον απατούσε με τον Καρλ

Συνώνυμα[επεξεργασία]