betrügen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
betrügen (de) jdn. (παρατατικός: betrog, μετοχή παρακειμένου: betrogen)
- εξαπατώ
- er betrügt seine Kunden mit gefälschten Angeboten - εξαπατεί τους πελάτες του με ψευδείς προσφορές
- μοιχεύω
- sie betrog ihn mit Karl - τον απατούσε με τον Καρλ