betterave
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
betterave | betteraves |
betterave (fr) θηλυκό
- το παντζάρι
- betterave sucrière - το ζαχαρότευτλο