beware
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]beware (en) (χρησιμοποιείται μόνο με το απαρέμφατο ή με εντολές)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προσέχω, πρόσεξε
- ⮡ Beware (of) the cat, because it will scratch you.
- Πρόσεξε τη γάτα, γιατί θα σε γρατζουνίσει.
- ⮡ Beware (of) the cat, because it will scratch you.