bewegen
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]bewegen (de)
- sich bewegen - ταρακουνιέμαι, μετακινούμαι
- etwas bewegen - ταρακουνώ, ανακινώ έντονα
- jemanden bewegen - συγκινώ, συγκλονίζω κάποιον