bewitch
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ρήμα
[
επεξεργασία
]
bewitch
(en)
μαγεύω
(κάποιον/κάτι με ξόρκια κλπ)
μαγεύω
, προκαλώ το θαυμασμό
Συγγενικές λέξεις
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τη λέξη
witch
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ρήματα (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Cymraeg
English
Español
Eesti
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Кыргызча
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Occitan
Oromoo
Polski
Русский
Simple English
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
中文