Μετάβαση στο περιεχόμενο

bewitch

Από Βικιλεξικό

bewitch (en)

  1. μαγεύω (κάποιον/κάτι με ξόρκια κλπ)
  2. μαγεύω, προκαλώ το θαυμασμό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 δείτε τη λέξη witch