bezahlen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
bezahlen (de) (====παθ. μτχ.==== : bezahlt)
bezahlen (de) (====παθ. μτχ.==== : bezahlt)