bicker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | bicker |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bickers |
αόριστος | bickered |
παθητική μετοχή | bickered |
ενεργητική μετοχή | bickering |
Ρήμα
[επεξεργασία]bicker (en)
- (αμετάβατο) τσακώνομαι για μικροπράγματα