bidding
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bidding | biddings |
bidding (en)
- προσφορά σε δημοπρασία, πλειοδοσία, ποντάρισμα
- (μεταφορικά) σκοπός
- (μεταφορικά) επιθυμία
- (μεταφορικά) προσταγή, πρόσταγμα
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]bidding (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του bid