biding
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
biding | bidings |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- προσδοκία, αναμονή
- (παρωχημένο) μέρος διαμονής
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]biding (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του bide