bien-être
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bien-être (fr) αρσενικό
- η ευδαιμονία, η θαλπωρή, η άνεση,το ευ ζην , η ευεξία
bien-être (fr) αρσενικό