bight

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/bʌɪt/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bight (en)

  1. γεωγραφικός τοξοειδής σχηματισμός, συνήθως κοντά σε νερό (ποτάμια, ακτές κτλ.)
    • τοξοειδής κόλπος
  2. θηλιά σχοινιού