billonnage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- billonnage < billon
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
billonnage | billonnages |
billonnage (fr) αρσενικό
- (γεωπονία) όργωμα που δημιουργεί βουναλάκια
- (δασοκομία) τεμαχισμός των κομμένων δέντρων