billonnage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

billonnage < billon

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
billonnage billonnages

billonnage (fr) αρσενικό

  1. (γεωπονία) όργωμα που δημιουργεί βουναλάκια
  2. (δασοκομία) τεμαχισμός των κομμένων δέντρων