bimestriel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bimestriel bimestriels
θηλυκό bimestrielle bimestrielles

Επίθετο[επεξεργασία]

bimestriel (fr) αρσενικό

  1. διμηνιαίος
    une revue bimestrielle - ένα διμηνιαίο περιοδικό