Μετάβαση στο περιεχόμενο

binoculars

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

binoculars (en)

  • κιάλια, διόπτρες (μας βοηθούν στο να βλέπουμε μακριά)