bipolar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

bipolar (en)

  1. διπολικός (με δύο πόλους)
  2. διπολικός, μανιοκαταθλιπτικός
    bipolar disorder - η διπολική διαταραχή