birdie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]birdie (en)
- πουλάκι
- (στο μπάντμιντον) φτερό, "μπαλάκι"
- (στο γκολφ) τρόπος επίτευξης σκορ
- ηλεκτρομαγνηικό σήμα που δημιουργείται σε μια ηλεκτρονική συσκευή
- (the) birdie: αγενής χειρονομία με το μεσαίο δάχτυλο ενός χεριού λυγισμένο