biscotte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- biscotte < ιταλική biscotto (μπισκότο, στην κυριολεξία ψημένος δυο φορές, δηλαδή και από τις δυο μεριές)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
biscotte | biscottes |
biscotte (fr) θηλυκό