biscotto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
μπισκότα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
biscotto < μεσαιωνική λατινική biscoctus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

biscotto (it)

  1. (γαστρονομία) μπισκότο
  2. (κεραμική) οποιοδήποτε προϊόν ψήνεται και από τις δύο πλευρές

Συνώνυμα

[επεξεργασία]