biscotto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- biscotto < μεσαιωνική λατινική biscoctus
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
biscotto (it)
- (γαστρονομία) μπισκότο
- (κεραμική) οποιοδήποτε προϊόν ψήνεται και από τις δύο πλευρές