bise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bise bises

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bise (fr) θηλυκό

  1. το φιλάκι
  2. το αγιάζι