bitterly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | bitterly |
συγκριτικός | more bitterly |
υπερθετικός | most bitterly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]bitterly (en)
- πικρά, με τρόπο που δείχνει ότι νιώθω λυπημένος ή θυμωμένος
- ⮡ She complained bitterly.
- Παραπονέθηκε πικρά.
- ⮡ She complained bitterly.
- πικρά, για να περιγράψει δυσάρεστα ή θλιβερά συναισθήματα
- ⮡ I was bitterly disappointed in you.
- Απογοητεύθηκα πικρά από σένα.
- ⮡ I was bitterly disappointed in you.
- πολύ κρύος
- ⮡ It was bitterly cold.
- Έκανε φοβερό κρύο.
- ⮡ It was bitterly cold.