Μετάβαση στο περιεχόμενο

bitterly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός bitterly
συγκριτικός more bitterly
υπερθετικός most bitterly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bitterly < bitter + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

bitterly (en)

  1. πικρά, με τρόπο που δείχνει ότι νιώθω λυπημένος ή θυμωμένος
      She complained bitterly.
    Παραπονέθηκε πικρά.
  2. πικρά, για να περιγράψει δυσάρεστα ή θλιβερά συναισθήματα
      I was bitterly disappointed in you.
    Απογοητεύθηκα πικρά από σένα.
  3. πολύ κρύος
      It was bitterly cold.
    Έκανε φοβερό κρύο.