Μετάβαση στο περιεχόμενο

blacken

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας blacken
γ΄ ενικό ενεστώτα blackens
αόριστος blackened
παθητική μετοχή blackened
ενεργητική μετοχή blackening

blacken (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη black