blacken
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | blacken |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blackens |
αόριστος | blackened |
παθητική μετοχή | blackened |
ενεργητική μετοχή | blackening |
Ρήμα
[επεξεργασία]blacken (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη black