blairer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

blairer (fr)

  1. χωνεύω, ανέχομαι, υποφέρω (με αρνητική έννοια, για πρόσωπα)
    je ne peux pas le blairer - δεν μπορώ να τον χωνέψω