blanchâtre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

blanchâtre < blanche (θηλυκό του blanc) + -âtre

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
blanchâtre blanchâtres

blanchâtre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ημίλευκος
  2. ασπρουλιάρης