blasphémateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
blasphémateur | blasphémateurs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]blasphémateur (fr) αρσενικό
- ο βλάσφημος, αυτός που βλασφημεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη blasphème