blasphématoire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
blasphématoire | blasphématoires |
Επίθετο
[επεξεργασία]blasphématoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη blasphème
ενικός | πληθυντικός |
blasphématoire | blasphématoires |
blasphématoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό