blasphématoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
blasphématoire blasphématoires

Επίθετο[επεξεργασία]

blasphématoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  blasphème