Μετάβαση στο περιεχόμενο

blatte

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
blatte blattes

blatte (fr) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

blatte (it)

  1. (εντομολογία) κοινή ονομασία για την blattodea (κατσαρίδα)