bleed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | bleed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bleeds |
αόριστος | bled |
παθητική μετοχή | bled |
ενεργητική μετοχή | bleeding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
bleed (en)