blefarito
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- blefarito < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | blefarito | blefaritoj |
αιτιατική | blefariton | blefaritojn |
blefarito (eo)
- (ιατρική) η βλεφαρίτιδα