Μετάβαση στο περιεχόμενο

bleuâtre

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bleuâtre < bleu + -âtre

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bleuâtre bleuâtres

bleuâtre (fr) αρσενικό ή θηλυκό