blindfold

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας blindfold
γ΄ ενικό ενεστώτα blindfolds
αόριστος blindfolded
παθητική μετοχή blindfolded
ενεργητική μετοχή blindfolding

Ρήμα[επεξεργασία]

blindfold (en)

  • δένω τα μάτια
    They blindfolded her and sent her out
    Της έδεσαν τα μάτια και την έστειλαν έξω.

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211. ISBN 9780194325684. , λήμμα: δένω