blindingly
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | blindingly |
συγκριτικός | more blindingly |
υπερθετικός | most blindingly |
blindingly (en)
- εκτυφλωτικά, με τρόπο που τυφλώνει από την υπερβολική λάμψη
- ⮡ The car’s headlights shone blindingly at night.
- Τα φώτα του αυτοκινήτου έλαμψαν εκτυφλωτικά τη νύχτα.
- ⮡ The car’s headlights shone blindingly at night.
- υπερβολικά