Μετάβαση στο περιεχόμενο

blockade

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
blockade < block + -ade

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
blockade blockades

blockade (en)

  1. ο αποκλεισμός μιας περιοχής, ώστε να μην εισέρχονται σε αυτήν τρόφιμα, φάρμακα ή άλλα εμπορεύματα
      a naval blockade - ναυτικός αποκλεισμός
  2. τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να επιτευχθεί ο αποκλεισμός
ενεστώτας blockade
γ΄ ενικό ενεστώτα blockades
αόριστος blockaded
παθητική μετοχή blockaded
ενεργητική μετοχή blockading

blockade (en)

  • αποκλείω μια περιοχή, περικυκλώνω ένα μέρος, ειδικά ένα λιμάνι, για να εμποδίσω ανθρώπους ή αγαθά να μπουν ή να βγουν
      Berlin was blockaded.
    Το Βερολίνο αποκλείστηκε.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη block