blockade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
blockade (en)
- ο αποκλεισμός μιας περιοχής, ώστε να μην εισέρχονται σε αυτήν τρόφιμα, φάρμακα ή άλλα εμπορεύματα
- τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να επιτευχθεί ο αποκλεισμός
Ρήμα[επεξεργασία]
blockade (en)
- αποκλείω μια περιοχή