boğaça
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- (απαρχαιωμένο) παρωχημένος τύπος του poğaça [2]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- στην τσαγαϊτική γλώσσα: λαιμός, λάρυγγας [3]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ s.v. «μπουγάτσα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ poğaça (& boğaça) - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
- ↑ boğaça στο τουρκικό Βικιλεξικό